- αγριοκρανιά
- Δενδρύλλιο της οικογένειας των κορνιδών (δικοτυλήδονα), με κλαδιά κοκκινωπά (από αυτά προέρχεται η επιστημονική ονομασία του, κόρνους ο αιματόχρους) και αρκετά εύκαμπτα, τα οποία χρησιμοποιούνται για καλάθια και φράχτες. Είναι φυτό πολύ κοινό σε σκιερούς τόπους της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Εύβοιας και της Κέρκυρας. Τα φύλλα του είναι ωοειδή και ακέραια με πολύ ευδιάκριτες νευρώσεις. Τα άνθη του είναι άσπρα και μικρά κατά επάκρια σκιάδια και εμφανίζονται μετά τα φύλλα, μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου. Όπως και η κρανιά (κόρνος ο άρρην),που ανήκει στο ίδιο γένος, έχει πολύ σκληρό ξύλο, κατάλληλο κυρίως για χειρολαβές εργαλείων και επεξεργασία σε τόρνο.
Dictionary of Greek. 2013.